ταρίφα

ταρίφα
η
(λ. ιταλ.), διατίμηση, πίνακας τιμών, τιμολόγιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταρίφα — (Tarifa). Πόλη και λιμάνι της Ισπανίας στην επαρχία Κάδιξ, στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Η πόλη (15.000 κάτ.) έχει μαυριτανικό φρούριο, αμφιθέατρο ταυρομαχιών, ιχθυοτροφεία και βιομηχανία διατηρημένων ψαριών. Κοντά στις ακτές της βρίσκεται το… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ταρίφας — ο, Ν [ταρίφα] (σκωπτική προσφώνηση) ταξιτζής …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • τιμολόγιο — το 1. τιμοκατάλογος, ταρίφα. 2. κατάλογος εμπορευμάτων που πουλήθηκαν, με τις τιμές τους, για εξόφληση, λογαριασμός. 3. κατάλογος αγορασμένων εμπορευμάτων με τις τιμές τους, κοστολόγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”